Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rintavolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rintavoˈlare]

1 ξανανοίγω
2 ξαναρχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rintanarsi rintelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rintanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rintavolare (ρ. μτβ.)
rintelare (ρ. μτβ.)
rintenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinterramento (ουσ αρσ )
rinterrare (ρ. μτβ.)
rinterrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinterro (ουσ αρσ )
rinterrogare (ρ. μτβ.)
rinterzo (ουσ αρσ )
rintoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintocco (ουσ αρσ )
rintonacare (ρ. μτβ.)
rintontimento (ουσ αρσ )
rintontire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---