Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinsanìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinsaˈnire]

1 αναλαμβάνω
2 παίρνω απάνω μου
3 λογικεύομαι ξανά
4 δυναμώνω
5 ξεπερνώ αρρώστια
6 αναρρώνω
7 ξεγυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinsanguarsi rinsavire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinsaldamento (ουσ αρσ )
rinsaldare (ρ. μτβ.)
rinsaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanguare (ρ. μτβ.)
rinsanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanire (ρ.αμτβ.)
rinsavire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)
rinselvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinselvatichire (ρ.αμτβ.)
rinselvatichire (ρ. μτβ.)
rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rintanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rintavolare (ρ. μτβ.)
rintelare (ρ. μτβ.)
rintenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---