Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinsaldàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinsalˈdare]

1 εδραιώνω
2 ενώνω
3 ενδυναμώνω
4 κολλάρω ξανά
5 ενισχύω
6 δυναμώνω

rinsaldarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinsalˈdarsi]

1 ενδυναμώνομαι
2 εδραιώνομαι
3 δυναμώνω
4 ενισχύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinsaldamento rinsanguare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinoscopio (ουσ αρσ )
rinsaccare (ρ.αμτβ.)
rinsaccare (ρ. μτβ.)
rinsaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinsaldamento (ουσ αρσ )
rinsaldare (ρ. μτβ.)
rinsaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanguare (ρ. μτβ.)
rinsanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanire (ρ.αμτβ.)
rinsavire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)
rinselvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinselvatichire (ρ.αμτβ.)
rinselvatichire (ρ. μτβ.)
rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---