Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinsaldaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinsaldaˈmento] 1 συνένωση 2 παγίωση 3 μονιμοποίηση 4 εδραίωση 5 δυνάμωμα 6 εμπέδωση 7 ενίσχυση 8 κατοχύρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |