ItalianoGreco


rinsaccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinsakˈkare]

1 σηκώνω ώμους (σε αδιαφορία)
2 τραντάζομαι
3 καμπουριάζω

rinsaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinsakˈkare]

1 διαρπάζω
2 σακουλιάζω ξανά
3 διαγουμίζω
4 σακιάζω ξανά
5 αρπάζω

rinsaccàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinsakˈkarsi]

1 τραντάζομαι
2 σηκώνω ώμους (σε αδιαφορία)
3 καμπουριάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---