Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinsanguàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinsanˈgware]

1 δίνω νέα ζωή
2 δίνω νέο αίμα
3 ενδυναμώνω
4 αναζωογονώ

rinsanguarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinsanˈgwarsi]

1 ανακτώ τις δυνάμεις μου
2 βελτιώνομαι οικονομικά
3 γίνομαι πιο δυνατός
4 ξαναστέκομαι στα πόδια μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinsaldarsi rinsanire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinsaccare (ρ. μτβ.)
rinsaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinsaldamento (ουσ αρσ )
rinsaldare (ρ. μτβ.)
rinsaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanguare (ρ. μτβ.)
rinsanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanire (ρ.αμτβ.)
rinsavire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)
rinselvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinselvatichire (ρ.αμτβ.)
rinselvatichire (ρ. μτβ.)
rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rintanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rintavolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---