Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rinoskoˈpia]

ρινοσκόπηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinorrea rinoscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinominare (ρ. μτβ.)
rinoplastica (θηλ.ουσ)
rinoplastico (επίθ.)
rinorragia (θηλ.ουσ)
rinorrea (θηλ.ουσ)
rinoscopia (θηλ.ουσ)
rinoscopico (επίθ.)
rinoscopio (ουσ αρσ )
rinsaccare (ρ.αμτβ.)
rinsaccare (ρ. μτβ.)
rinsaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinsaldamento (ουσ αρσ )
rinsaldare (ρ. μτβ.)
rinsaldarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanguare (ρ. μτβ.)
rinsanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanire (ρ.αμτβ.)
rinsavire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---