Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impetrativo (επίθ.) impiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impetratòrio (επίθ.) impiccàto (ουσ αρσ )
impetrazióne (θηλ.ουσ) impiccàto (επίθ.)
impettìto (επίθ.) impiccatóre (ουσ αρσ )
impetuosaménte (επίρ.) impiccatóre (επίθ.)
impetuosità (θηλ.ουσ) impiccatùra (θηλ.ουσ)
impetuóso (επίθ.) impicciàre (ρ. μτβ.)
impiagàre (ρ. μτβ.) impicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.)) impiccinìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiallacciàre (ρ. μτβ.) impiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciatóre (ουσ αρσ ) impìccio (ουσ αρσ )
impiallacciatùra (θηλ.ουσ) impicciolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiantàre (ρ. μτβ.) impiccióne (αρσ. επίθ και ουσ)
impiantìre (ρ. μτβ.) impiccolìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiantìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) impidocchiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiantìstica (θηλ.ουσ) impidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiantìto (αρσ. επίθ και ουσ) impiegàbile (επίθ.)
impiànto (ουσ αρσ ) impiegàre (ρ. μτβ.)
impiastràre (ρ. μτβ.) impiegàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiastrarsi (ρ.μ. (αντων.)) impiegatìzio (επίθ.)
impiastricciàre (ρ. μτβ.) impiegàto (αρσ. επίθ και ουσ)
impiastricciarsi (ρ.μ. (αντων.)) impiegatùccio (ουσ αρσ )
impiàstro (ουσ αρσ ) impiegatùcolo (ουσ αρσ )
impiccagióne (θηλ.ουσ) impiègo (ουσ αρσ )
impiccàre (ρ. μτβ.) impieguccio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: