Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiuntatóre (αρσ. επίθ και ουσ) agglutinazióne (θηλ.ουσ)
aggiuntatùra (θηλ.ουσ) agglutinìna (θηλ.ουσ)
aggiuntìvo (επίθ.) aggobbìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiunto (ουσ αρσ ) aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggiùnto (επίθ.) aggomitolàre (ρ. μτβ.)
aggiunzióne (θηλ.ουσ) aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggiustàbile (επίθ.) aggomitolatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustàggio (ουσ αρσ ) aggomitolatùra (θηλ.ουσ)
aggiustaménto (ουσ αρσ ) aggottàre (ρ. μτβ.)
aggiustàre (ρ. μτβ.) aggradàre (ρ.αμτβ.)
aggiustàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) aggradevole (επίθ.)
aggiustàto (επίθ.) aggradimento (ουσ αρσ )
aggiustatóre (αρσ. επίθ και ουσ) aggradìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiustatùra (θηλ.ουσ) aggraffàre (ρ. μτβ.)
agglomeraménto (ουσ αρσ ) aggraffatrìce (θηλ.ουσ)
agglomerànte (επίθ.) aggraffatùra (θηλ.ουσ)
agglomeràre (ρ. μτβ.) aggranchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agglomeràrsi (ρ. μ. αμτβ.) aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
agglomeràto (ουσ αρσ ) aggranchìto (επίθ.)
agglomeràto (επίθ.) aggrandìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agglomerazióne (θηλ.ουσ) aggranfiàre (ρ. μτβ.)
agglutinaménto (ουσ αρσ ) aggrappàre (ρ. μτβ.)
agglutinànte (επίθ.) aggrappàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinàre (ρ. μτβ.) aggravaménto (ουσ αρσ )
agglutinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aggravànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: