Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agglutinaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [agglutinaˈmento]

συγκόλληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agglomerazione agglutinante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )
agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)
agglutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinazione (θηλ.ουσ)
agglutinina (θηλ.ουσ)
aggobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolare (ρ. μτβ.)
aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggomitolatura (θηλ.ουσ)
aggottare (ρ. μτβ.)
aggradare (ρ.αμτβ.)
aggradevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---