Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggomitolatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aggomitolaˈtore]

μηχανή που πετάει μπάλες (σε παιχνίδια)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggomitolarsi aggomitolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agglutinina (θηλ.ουσ)
aggobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolare (ρ. μτβ.)
aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggomitolatura (θηλ.ουσ)
aggottare (ρ. μτβ.)
aggradare (ρ.αμτβ.)
aggradevole (επίθ.)
aggradimento (ουσ αρσ )
aggradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggraffare (ρ. μτβ.)
aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranchirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggranchito (επίθ.)
aggrandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggranfiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---