Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggobbìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggobˈbire]

κάνω καμπούρα

aggobbirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [aggobˈbirsi]

καμπουριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agglutinina aggomitolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)
agglutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinazione (θηλ.ουσ)
agglutinina (θηλ.ουσ)
aggobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolare (ρ. μτβ.)
aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggomitolatura (θηλ.ουσ)
aggottare (ρ. μτβ.)
aggradare (ρ.αμτβ.)
aggradevole (επίθ.)
aggradimento (ουσ αρσ )
aggradire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggraffare (ρ. μτβ.)
aggraffatrice (θηλ.ουσ)
aggraffatura (θηλ.ουσ)
aggranchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---