Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agglomeràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [agglomeˈrare]

1 συσσωρεύω
2 συνενώνω σε μία μάζα

agglomeràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [agglomeˈrarsi]

1 συνενώνω σε μία μάζα
2 συσσωρεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agglomerante agglomerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiustato (επίθ.)
aggiustatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustatura (θηλ.ουσ)
agglomeramento (ουσ αρσ )
agglomerante (επίθ.)
agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )
agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)
agglutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinazione (θηλ.ουσ)
agglutinina (θηλ.ουσ)
aggobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolare (ρ. μτβ.)
aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---