Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiustatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤustaˈtore]

1 εφαρμοστής
2 μονταδόρος
3 επιδιορθωτής
4 συναρμολογητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiustato aggiustatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiustaggio (ουσ αρσ )
aggiustamento (ουσ αρσ )
aggiustare (ρ. μτβ.)
aggiustarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
aggiustato (επίθ.)
aggiustatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustatura (θηλ.ουσ)
agglomeramento (ουσ αρσ )
agglomerante (επίθ.)
agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )
agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)
agglutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinazione (θηλ.ουσ)
agglutinina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---