Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggiustatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [adʤustaˈtore] 1 εφαρμοστής 2 μονταδόρος 3 επιδιορθωτής 4 συναρμολογητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |