Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiustàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤusˈtadʤo]

1 εφαρμογή
2 συναρμογή
3 ρύθμιση
4 προσαρμογή
5 συναρμολόγηση
6 μοντάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiustabile aggiustamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiuntivo (επίθ.)
aggiunto (ουσ αρσ )
aggiunto (επίθ.)
aggiunzione (θηλ.ουσ)
aggiustabile (επίθ.)
aggiustaggio (ουσ αρσ )
aggiustamento (ουσ αρσ )
aggiustare (ρ. μτβ.)
aggiustarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
aggiustato (επίθ.)
aggiustatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustatura (θηλ.ουσ)
agglomeramento (ουσ αρσ )
agglomerante (επίθ.)
agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---