Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggiunto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adˈʤunto] 1 βοηθός 2 αναπληρωτής aggiùnto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adˈʤunto] 1 που έχει προστεθεί 2 πρόσθετος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |