Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiuntatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adʤuntaˈtura]

1 ένωση
2 σύνδεση
3 σημείο συνένωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiuntatore aggiuntivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiungersi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiunta (θηλ.ουσ)
aggiuntare (ρ. μτβ.)
aggiuntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiuntatura (θηλ.ουσ)
aggiuntivo (επίθ.)
aggiunto (ουσ αρσ )
aggiunto (επίθ.)
aggiunzione (θηλ.ουσ)
aggiustabile (επίθ.)
aggiustaggio (ουσ αρσ )
aggiustamento (ουσ αρσ )
aggiustare (ρ. μτβ.)
aggiustarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
aggiustato (επίθ.)
aggiustatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustatura (θηλ.ουσ)
agglomeramento (ουσ αρσ )
agglomerante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---