Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggiùngere
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [adˈʤunʤere] προσθέτω aggiùngersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [adˈʤunʤersi] 1 προστίθεμαι 2 ενώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |