Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiustàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤusˈtare]

1 επισκευάζω
2 (sistemare un vestito) ισιώνω
3 (riparare) επιδιορθώνω

aggiustàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adʤusˈtarsi]

1 γίνομαι κομψός
2 βελτιώνομαι
3 φτάνω σε συμφωνία
4 συμφωνώ
5 τακτοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiustamento aggiustato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiunto (επίθ.)
aggiunzione (θηλ.ουσ)
aggiustabile (επίθ.)
aggiustaggio (ουσ αρσ )
aggiustamento (ουσ αρσ )
aggiustare (ρ. μτβ.)
aggiustarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
aggiustato (επίθ.)
aggiustatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiustatura (θηλ.ουσ)
agglomeramento (ουσ αρσ )
agglomerante (επίθ.)
agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )
agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---