Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agglomerazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [agglomeratˈtsjone]

1 συσσώρευση
2 απορρόφηση εταιρίας από άλλη μεγάλη
3 συγχώνευση εταιρειών
4 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agglomerato agglutinamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agglomerante (επίθ.)
agglomerare (ρ. μτβ.)
agglomerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglomerato (ουσ αρσ )
agglomerato (επίθ.)
agglomerazione (θηλ.ουσ)
agglutinamento (ουσ αρσ )
agglutinante (επίθ.)
agglutinare (ρ. μτβ.)
agglutinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
agglutinazione (θηλ.ουσ)
agglutinina (θηλ.ουσ)
aggobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolare (ρ. μτβ.)
aggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
aggomitolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggomitolatura (θηλ.ουσ)
aggottare (ρ. μτβ.)
aggradare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---