Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiudicatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤudikaˈtarjo]

1 αυτός που δίνει την υψηλότερη προσφορά
2 αυτός που παίρνει κάτι
3 εργολάβος
4 πλειοδότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiudicare aggiudicativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)
aggiudicare (ρ. μτβ.)
aggiudicatario (ουσ αρσ )
aggiudicativo (επίθ.)
aggiudicazione (θηλ.ουσ)
aggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiungersi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiunta (θηλ.ουσ)
aggiuntare (ρ. μτβ.)
aggiuntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiuntatura (θηλ.ουσ)
aggiuntivo (επίθ.)
aggiunto (ουσ αρσ )
aggiunto (επίθ.)
aggiunzione (θηλ.ουσ)
aggiustabile (επίθ.)
aggiustaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---