Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggiudicatàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adʤudikaˈtarjo] 1 αυτός που δίνει την υψηλότερη προσφορά 2 αυτός που παίρνει κάτι 3 εργολάβος 4 πλειοδότης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |