Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤiˈrare]

1 αποφεύγω
2 απατώ
3 παραμερίζω
4 παρακάμπτω
5 εξαπατώ
6 πηγαίνω γύρω
7 υπερφαλαγγίζω
8 περιστρέφω
9 περικυκλώνω

aggiràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adʤiˈrarsi]

1 διεκπεραιώνω
2 διαχειρίζομαι
3 περιτριγυρίζω
4 χειρίζομαι
5 συναλλάσσομαι
6 συμπεριφέρομαι προς
7 διαπραγματεύομαι
8 επικεντρώνω
9 γυρίζω
10 περιστρέφομαι
11 ασχολούμαι
12 αντιμετωπίζω
13 κεντράρω
14 έχω δοσοληψίες
15 περιπλανιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiramento aggiratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiornarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiornato (επίθ.)
aggiotaggio (ουσ αρσ )
aggiotatore (ουσ αρσ )
aggiramento (ουσ αρσ )
aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)
aggiudicare (ρ. μτβ.)
aggiudicatario (ουσ αρσ )
aggiudicativo (επίθ.)
aggiudicazione (θηλ.ουσ)
aggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiungersi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiunta (θηλ.ουσ)
aggiuntare (ρ. μτβ.)
aggiuntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiuntatura (θηλ.ουσ)
aggiuntivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---