Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiotatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤotaˈtore]

1 κυβευτής
2 λοβιτουρατζής
3 μαυραγορίτης
4 κερδοσκόπος
5 κομπιναδόρος
6 χρηματιστής
7 σπεκουλαδόρος
8 μιζαδόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiotaggio aggiramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiornamento (ουσ αρσ )
aggiornare (ρ. μτβ.)
aggiornarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiornato (επίθ.)
aggiotaggio (ουσ αρσ )
aggiotatore (ουσ αρσ )
aggiramento (ουσ αρσ )
aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)
aggiudicare (ρ. μτβ.)
aggiudicatario (ουσ αρσ )
aggiudicativo (επίθ.)
aggiudicazione (θηλ.ουσ)
aggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiungersi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiunta (θηλ.ουσ)
aggiuntare (ρ. μτβ.)
aggiuntatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---