Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaggiornaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adʤornaˈmento] 1 ανακαίνιση 2 κλήση 3 αναβολή 4 εκσυγχρονισμός 5 αναθεώρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |