Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiogato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adʤoˈgato]

1 συνδεδεμένος
2 ζευκτός
3 συναρμοσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiogare aggiornamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agghindare (ρ. μτβ.)
aggio (ουσ αρσ )
aggiogabile (επίθ.)
aggiogamento (ουσ αρσ )
aggiogare (ρ. μτβ.)
aggiogato (επίθ.)
aggiornamento (ουσ αρσ )
aggiornare (ρ. μτβ.)
aggiornarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiornato (επίθ.)
aggiotaggio (ουσ αρσ )
aggiotatore (ουσ αρσ )
aggiramento (ουσ αρσ )
aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)
aggiudicare (ρ. μτβ.)
aggiudicatario (ουσ αρσ )
aggiudicativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---