Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤiraˈmento]

1 κομπίνα
2 απάτη
3 περιστροφή
4 περικύκλωση
5 υπερφαλάγγιση
6 υπερκέραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggiotatore aggirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aggiornare (ρ. μτβ.)
aggiornarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiornato (επίθ.)
aggiotaggio (ουσ αρσ )
aggiotatore (ουσ αρσ )
aggiramento (ουσ αρσ )
aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)
aggiudicare (ρ. μτβ.)
aggiudicatario (ουσ αρσ )
aggiudicativo (επίθ.)
aggiudicazione (θηλ.ουσ)
aggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aggiungersi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiunta (θηλ.ουσ)
aggiuntare (ρ. μτβ.)
aggiuntatore (αρσ. επίθ και ουσ)
aggiuntatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---