àggio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈadʤo]
1 καπέλο χρηματικό
2 επί πλέον ποσό του αναμενομένου
3 δώρο με την αγορά προὶόντος
4 προμήθεια μετατροπής νομισμάτων
5 έξτρα χρηματική αμοιβή
6 έξτρα αμοιβή σαν κίνητρο
7 προμήθεια (για προσφορά εκδούλευσης)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈadʤo]
1 καπέλο χρηματικό
2 επί πλέον ποσό του αναμενομένου
3 δώρο με την αγορά προὶόντος
4 προμήθεια μετατροπής νομισμάτων
5 έξτρα χρηματική αμοιβή
6 έξτρα αμοιβή σαν κίνητρο
7 προμήθεια (για προσφορά εκδούλευσης)
permalink
aggio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android