Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aggiogàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adʤoˈgabile]

αυτό ή αυτός που μπορεί να μπει στον ζυγό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aggio aggiogamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agghiaccio (ουσ αρσ )
agghiaiare (ρ. μτβ.)
agghindamento (ουσ αρσ )
agghindare (ρ. μτβ.)
aggio (ουσ αρσ )
aggiogabile (επίθ.)
aggiogamento (ουσ αρσ )
aggiogare (ρ. μτβ.)
aggiogato (επίθ.)
aggiornamento (ουσ αρσ )
aggiornare (ρ. μτβ.)
aggiornarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiornato (επίθ.)
aggiotaggio (ουσ αρσ )
aggiotatore (ουσ αρσ )
aggiramento (ουσ αρσ )
aggirare (ρ. μτβ.)
aggirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aggiratore (ουσ αρσ )
aggiudicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---