Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strutturàre (ρ. μτβ.) studióso (ουσ αρσ )
strutturàto (επίθ.) studióso (επίθ.)
strutturazióne (θηλ.ουσ) stuellàre (ρ. μτβ.)
strutturìstica (θηλ.ουσ) stuèllo (ουσ αρσ )
strùzzo (ουσ αρσ ) stùfa (θηλ.ουσ)
stuccàre (ρ. μτβ.) stufaiòla (θηλ.ουσ)
stuccàto (επίθ.) stufàre (ρ. μτβ.)
stuccatóre (ουσ αρσ ) stufàto (ουσ αρσ )
stuccatùra (θηλ.ουσ) stufatùra (θηλ.ουσ)
stucchévole (επίθ.) stùfo (επίθ.)
stucchevolézza (θηλ.ουσ) stuòia (θηλ.ουσ)
stùcco (ουσ αρσ ) stuoìno (ουσ αρσ )
stùcco (επίθ.) stuòlo (ουσ αρσ )
studentàto (ουσ αρσ ) stùpa (θηλ.ουσ)
studènte (ουσ αρσ ) stupefacènte (ουσ αρσ )
studentésca (θηλ.ουσ) stupefacènte (επίθ.)
studentésco (αρσ. επίθ και ουσ) stupefàre (ρ. μτβ.)
studentéssa (θηλ.ουσ) stupefàtto (επίθ.)
studiacchiàre (ρ.αμτβ.) stupefazióne (θηλ.ουσ)
studiàre (ρ. μτβ.) stupendaménte (επίρ.)
studiataménte (επίρ.) stupèndo (επίθ.)
studiàto (επίθ.) stupidàggine (θηλ.ουσ)
stùdio (ουσ αρσ ) stupidaménte (επίρ.)
studiòlo (ουσ αρσ ) stupidàta (θηλ.ουσ)
studiosaménte (επίρ.) stupidézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: