Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereotipìsta (ουσ αρσ και θηλ.) sterminatóre (επίθ.)
stereòtipo (ουσ αρσ ) stermìnio (ουσ αρσ )
stereòtipo (επίθ.) stèrna (θηλ.ουσ)
stereotropìsmo (ουσ αρσ ) sternàle (επίθ.)
stereovisóre (ουσ αρσ ) stèrno (ουσ αρσ )
stèrico (επίθ.) sternocleidomastoidèo (ουσ αρσ )
stèrile (επίθ.) sternocleidomastoidèo (επίθ.)
sterilìre (ρ. μτβ.) stèro (ουσ αρσ )
sterilità (θηλ.ουσ) steròide (ουσ αρσ )
sterilizzàre (ρ. μτβ.) steròlo (ουσ αρσ )
sterilizzàto (επίθ.) sterpàglia (θηλ.ουσ)
sterilizzatóre (ουσ αρσ ) sterpàia (θηλ.ουσ)
sterilizzatóre (επίθ.) sterpàio (ουσ αρσ )
sterilizzazióne (θηλ.ουσ) sterpàme (ουσ αρσ )
sterilménte (επίρ.) sterpazzòla, sterpàzzola (θηλ.ουσ)
sterlétto (ουσ αρσ ) sterpéto (ουσ αρσ )
sterlìna (θηλ.ουσ) stèrpo, stérpo (ουσ αρσ )
sterlineàre (ρ. μτβ.) sterpóso (επίθ.)
sterlineatùra (θηλ.ουσ) sterraménto (ουσ αρσ )
sterminàbile (επίθ.) sterràre (ρ. μτβ.)
sterminàre (ρ. μτβ.) sterràto (αρσ. επίθ και ουσ)
sterminataménte (επίρ.) sterratóre (ουσ αρσ )
sterminatézza (θηλ.ουσ) stèrro (ουσ αρσ )
sterminàto (επίθ.) stertóre (ουσ αρσ )
sterminatóre (ουσ αρσ ) stertoróso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: