Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstereòtipo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stereˈɔtipo] 1 κλισέ 2 στερεότυπο stereòtipo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stereˈɔtipo] στερεότυπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |