Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterilìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [steriˈlire]

1 κάνω κάποιον στείρο
2 στειροποιώ
3 στειρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterile sterilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stereotipo (επίθ.)
stereotropismo (ουσ αρσ )
stereovisore (ουσ αρσ )
sterico (επίθ.)
sterile (επίθ.)
sterilire (ρ. μτβ.)
sterilità (θηλ.ουσ)
sterilizzare (ρ. μτβ.)
sterilizzato (επίθ.)
sterilizzatore (ουσ αρσ )
sterilizzatore (επίθ.)
sterilizzazione (θηλ.ουσ)
sterilmente (επίρ.)
sterletto (ουσ αρσ )
sterlina (θηλ.ουσ)
sterlineare (ρ. μτβ.)
sterlineatura (θηλ.ουσ)
sterminabile (επίθ.)
sterminare (ρ. μτβ.)
sterminatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---