Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterlineatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sterlineaˈtura]

αφαίρεση του μολύβδου (από τυπογραφική μηχανή λινοτυπίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterlineare sterminabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterilizzazione (θηλ.ουσ)
sterilmente (επίρ.)
sterletto (ουσ αρσ )
sterlina (θηλ.ουσ)
sterlineare (ρ. μτβ.)
sterlineatura (θηλ.ουσ)
sterminabile (επίθ.)
sterminare (ρ. μτβ.)
sterminatamente (επίρ.)
sterminatezza (θηλ.ουσ)
sterminato (επίθ.)
sterminatore (ουσ αρσ )
sterminatore (επίθ.)
sterminio (ουσ αρσ )
sterna (θηλ.ουσ)
sternale (επίθ.)
sterno (ουσ αρσ )
sternocleidomastoideo (ουσ αρσ )
sternocleidomastoideo (επίθ.)
stero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---