Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsternocleidomastoidèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,sterno,klejdomastojˈdɛo] στερνοκλειδομαστοειδής μυς sternocleidomastoidèo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,sterno,klejdomastojˈdɛo] στερνοκλειδομαστοειδής (μυς) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |