Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsterpóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sterˈposo], [sterˈpozo] 1 γεμάτος με θάμνους και μικρά δέντρα 2 καλυμμένος με χαμόκλαδα 3 θαμνώδης 4 γεμάτος χαμόκλαδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |