Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sterzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stertsaˈtura]

1 οιακισμός
2 πηδαλιουχία
3 οιάκισις
4 οιάκισμα
5 τιμονιά
6 αραίωση
7 πηδαλιούχηση
8 αλλαγή πορείας με το τιμόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sterzata sterzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stertoroso (επίθ.)
sterzante (επίθ.)
sterzare (ρ.αμτβ.)
sterzare (ρ. μτβ.)
sterzata (θηλ.ουσ)
sterzatura (θηλ.ουσ)
sterzo (ουσ αρσ )
stesa (θηλ.ουσ)
steso (ουσ αρσ )
stessere (ρ. μτβ.)
stesso (δεικτ. επίθ.)
stesso (δεικτ. αντων.)
stesura (θηλ.ουσ)
stetoscopia (θηλ.ουσ)
stetoscopico (επίθ.)
stetoscopio (ουσ αρσ )
steward (ουσ αρσ )
stia (θηλ.ουσ)
stiancia (θηλ.ουσ)
stibina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---