Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stèssere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɛssere]

1 ξηλώνω
2 ξεπλέκω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  steso stesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sterzata (θηλ.ουσ)
sterzatura (θηλ.ουσ)
sterzo (ουσ αρσ )
stesa (θηλ.ουσ)
steso (ουσ αρσ )
stessere (ρ. μτβ.)
stesso (δεικτ. επίθ.)
stesso (δεικτ. αντων.)
stesura (θηλ.ουσ)
stetoscopia (θηλ.ουσ)
stetoscopico (επίθ.)
stetoscopio (ουσ αρσ )
steward (ουσ αρσ )
stia (θηλ.ουσ)
stiancia (θηλ.ουσ)
stibina (θηλ.ουσ)
stick (ουσ αρσ )
sticometro (ουσ αρσ )
sticomitia (θηλ.ουσ)
stiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---