Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stiància  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstjanʧa]

φυτό Typha latifolia


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stia stibina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stetoscopia (θηλ.ουσ)
stetoscopico (επίθ.)
stetoscopio (ουσ αρσ )
steward (ουσ αρσ )
stia (θηλ.ουσ)
stiancia (θηλ.ουσ)
stibina (θηλ.ουσ)
stick (ουσ αρσ )
sticometro (ουσ αρσ )
sticomitia (θηλ.ουσ)
stiepidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stiffelius (ουσ αρσ )
stigio (επίθ.)
stigliare (ρ. μτβ.)
stigliatrice (θηλ.ουσ)
stigliatura (θηλ.ουσ)
stiglio (ουσ αρσ )
stigma (ουσ αρσ )
stigmate (θηλ.ουσ)
stigmatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---