Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìgma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstigma]

1 βούλα
2 οπτική κηλίδα
3 αναπνευστικός πόρος
4 κηλίδα
5 στίγμα
6 κουκκίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stiglio stigmate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stigio (επίθ.)
stigliare (ρ. μτβ.)
stigliatrice (θηλ.ουσ)
stigliatura (θηλ.ουσ)
stiglio (ουσ αρσ )
stigma (ουσ αρσ )
stigmate (θηλ.ουσ)
stigmatico (επίθ.)
stigmatismo (ουσ αρσ )
stigmatizzare (ρ. μτβ.)
stigmatizzazione (θηλ.ουσ)
stilare (ρ. μτβ.)
stilata (θηλ.ουσ)
stilb (ουσ αρσ )
stilbite (θηλ.ουσ)
stilbo (ουσ αρσ )
stile (ουσ αρσ )
stilè, stilé (επίθ.)
stilema (ουσ αρσ )
stilettata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---