Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stilb  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstilb]

στίλβη (μονάδα λαμπρότητας στη φυσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilata stilbite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stigmatismo (ουσ αρσ )
stigmatizzare (ρ. μτβ.)
stigmatizzazione (θηλ.ουσ)
stilare (ρ. μτβ.)
stilata (θηλ.ουσ)
stilb (ουσ αρσ )
stilbite (θηλ.ουσ)
stilbo (ουσ αρσ )
stile (ουσ αρσ )
stilè, stilé (επίθ.)
stilema (ουσ αρσ )
stilettata (θηλ.ουσ)
stiletto (ουσ αρσ )
stilista (ουσ αρσ και θηλ.)
stilistica (θηλ.ουσ)
stilistico (επίθ.)
stilita (αρσ. επίθ και ουσ)
stilite (αρσ. επίθ και ουσ)
stilizzare (ρ. μτβ.)
stilizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---