Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstigmatizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stigmatiddzatˈtsjone] 1 δημιουργία στιγμάτων 2 στιγματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |