Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stilìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈlistiko]

αναφερόμενος σε ύφος καλλιτέχνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilistica stilita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilema (ουσ αρσ )
stilettata (θηλ.ουσ)
stiletto (ουσ αρσ )
stilista (ουσ αρσ και θηλ.)
stilistica (θηλ.ουσ)
stilistico (επίθ.)
stilita (αρσ. επίθ και ουσ)
stilite (αρσ. επίθ και ουσ)
stilizzare (ρ. μτβ.)
stilizzato (επίθ.)
stilizzazione (θηλ.ουσ)
stilla (θηλ.ουσ)
stillante (επίθ.)
stillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stillazione (θηλ.ουσ)
stilliberista (ουσ αρσ και θηλ.)
stillicidio (ουσ αρσ )
stilnovismo (ουσ αρσ )
stilnovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stilnovistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---