Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stillàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stilˈlare]

1 αποστάζω
2 κυλώ κατά σταγόνες
3 εκκρίνω
4 στάζω
5 σταλάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stillante stillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilizzare (ρ. μτβ.)
stilizzato (επίθ.)
stilizzazione (θηλ.ουσ)
stilla (θηλ.ουσ)
stillante (επίθ.)
stillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stillazione (θηλ.ουσ)
stilliberista (ουσ αρσ και θηλ.)
stillicidio (ουσ αρσ )
stilnovismo (ουσ αρσ )
stilnovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stilnovistico (επίθ.)
stilnovo (ουσ αρσ )
stilo (ουσ αρσ )
stilobate (ουσ αρσ )
stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)
stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---