Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstillicìdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stilliˈʧidjo] 1 σταθερό τρέξιμο κατά σταγόνες 2 συνεχής επανάληψη 3 στάξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |