Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstilla]

1 σταγονίτσα
2 σταγόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilizzazione stillante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilita (αρσ. επίθ και ουσ)
stilite (αρσ. επίθ και ουσ)
stilizzare (ρ. μτβ.)
stilizzato (επίθ.)
stilizzazione (θηλ.ουσ)
stilla (θηλ.ουσ)
stillante (επίθ.)
stillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stillazione (θηλ.ουσ)
stilliberista (ουσ αρσ και θηλ.)
stillicidio (ουσ αρσ )
stilnovismo (ουσ αρσ )
stilnovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stilnovistico (επίθ.)
stilnovo (ουσ αρσ )
stilo (ουσ αρσ )
stilobate (ουσ αρσ )
stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---