Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stilnòvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,stilˈnɔvo]

Ιταλική μοντέρνα ποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stilnovistico stilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilliberista (ουσ αρσ και θηλ.)
stillicidio (ουσ αρσ )
stilnovismo (ουσ αρσ )
stilnovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stilnovistico (επίθ.)
stilnovo (ουσ αρσ )
stilo (ουσ αρσ )
stilobate (ουσ αρσ )
stilografica (θηλ.ουσ)
stilografico (επίθ.)
stiloide (επίθ.)
stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---