Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stimatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [stimaˈtore]

1 ξετιμητής
2 πραγματογνώμονας
3 τιμητής
4 ειδικός εκτιμήσεων
5 εκτιμητής
6 αποτιμητής
7 κοστολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stimato stimolante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stima (θηλ.ουσ)
stimabile (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ)
stimare (ρ. μτβ.)
stimato (επίθ.)
stimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stimolante (ουσ αρσ )
stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )
stimolatore (επίθ.)
stimolazione (θηλ.ουσ)
stimolo (ουσ αρσ )
stincata (θηλ.ουσ)
stincatura (θηλ.ουσ)
stinco (ουσ αρσ )
stingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stingersi (ρ.μ. (αντων.))
stinto (επίθ.)
stipa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---