Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stìmolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstimolo]

1 υποκίνηση
2 προτροπή
3 παρακίνηση
4 παρορμητική αιτία
5 μέσο υποκίνησης
6 παρότρυνση
7 διεγερτικό
8 κίνητρο
9 ελατήριο
10 ερέθισμα
11 κέντρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stimolazione stincata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stimolante (επίθ.)
stimolare (ρ. μτβ.)
stimolatore (ουσ αρσ )
stimolatore (επίθ.)
stimolazione (θηλ.ουσ)
stimolo (ουσ αρσ )
stincata (θηλ.ουσ)
stincatura (θηλ.ουσ)
stinco (ουσ αρσ )
stingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stingersi (ρ.μ. (αντων.))
stinto (επίθ.)
stipa (θηλ.ουσ)
stipare (ρ. μτβ.)
stiparsi (ρ.μ. (αντων.))
stipato (επίθ.)
stipatura (θηλ.ουσ)
stipendiare (ρ. μτβ.)
stipendiato (ουσ αρσ )
stipendiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---