Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stipàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈpato]

1 ασφυκτικά γεμάτος
2 υπερπλήρης
3 ο εντελώς γεμάτος
4 συνωθούμενος
5 συνωστισμένος
6 στριμωγμένος
7 στριμωχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stiparsi stipatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stingersi (ρ.μ. (αντων.))
stinto (επίθ.)
stipa (θηλ.ουσ)
stipare (ρ. μτβ.)
stiparsi (ρ.μ. (αντων.))
stipato (επίθ.)
stipatura (θηλ.ουσ)
stipendiare (ρ. μτβ.)
stipendiato (ουσ αρσ )
stipendiato (επίθ.)
stipendio (ουσ αρσ )
stipettaio (ουσ αρσ )
stipetteria (θηλ.ουσ)
stipite (ουσ αρσ )
stipo (ουσ αρσ )
stipola (θηλ.ουσ)
stipolato (επίθ.)
stipsi (θηλ.ουσ)
stipulante (ουσ αρσ και θηλ.)
stipulante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---