Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstipendiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [stipenˈdjare] 1 μισθοδοτώ 2 πληρώνω μισθούς 3 προσλαμβάνω 4 απασχολώ 5 δίνω εργασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |